- κορίτσαρος
- ο крупная, рослая девочка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορίτσαρος — ο ωραίο, μεγαλόσωμο, καλοφτιαγμένο κορίτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. μούλ αρος, παίδ αρος)] … Dictionary of Greek
κοπελάρα — η εύσωμη και ωραία κοπέλα, κορίτσαρος … Dictionary of Greek